- αναδωμός
- ο [αναδώνω]1. επιστροφή πράγματος σ’ εκείνον από τον οποίο τό πήρε κάποιος, επανάδοση, ξαναδόσιμο2. (για φυτά) αναζωογόνηση, ευδοκίμηση3. (για φωτιά) αναζωπύρωση, ξαναφούντωμα4. ανάκτηση τών σωματικών δυνάμεων, ανάρρωση5. ανάδοση υγρασίας από το έδαφος.
Dictionary of Greek. 2013.